-ιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | -ιός | οι | -ιοί |
γενική | του | -ιού | των | -ιών |
αιτιατική | τον | -ιό | τους | -ιούς |
κλητική | -ιέ | -ιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ιός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -αῖος, με συνίζηση για αποφυγή χασμωδίας[1]
Επίθημα επεξεργασία
-ιός αρσενικό (θηλυκό -ιά)
Δείτε επίσης επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ "-ιός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές επεξεργασία
- -ιός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)