χασμωδία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χασμωδία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χασμωδία < χασμώδης[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.zmoˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐σμω‐δί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
χασμωδία θηλυκό
- (γραμματική) η κακόηχη συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή διφθόγγων, είτε στο εσωτερικό μιας λέξης είτε σε δύο γειτονικές λέξεις. π.χ. το αηδόνι, πενταήμερος
- το χάσμα, το κενό που δημιουργείται αν διακοπεί η εκτέλεση ενός μουσικού ή θεατρικού έργου
- (μεταφορικά) η ασυνεννοησία και η σύγχυση που επικρατεί σε μια συγκέντρωση οχλαγωγούντων ατόμων
Τρόποι αποφυγής της χασμωδίας επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ <χασμωδία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.