κακόηχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κακόηχος < ελληνιστική κοινή κακόηχος < αρχαία ελληνική κακός + ἦχος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κακόηχος
- (για ήχο) που δεν ακούγεται ευχάριστα (ως παράφωνο, με παράσιτα, συριγμούς κ.λπ.)
- (για λέξεις) που δεν ακούγεται καλά επειδή είναι αδόκιμο και δεν έχει ενσωματωθεί στη γλώσσα
- (για λέξεις, φράσεις) που ηχητικά παραπέμπει σε βρισιά (π.χ. πού στην ευχή;)
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κακόηχος