Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύσηχος η δύσηχη το δύσηχο
      γενική του δύσηχου της δύσηχης του δύσηχου
    αιτιατική τον δύσηχο τη δύσηχη το δύσηχο
     κλητική δύσηχε δύσηχη δύσηχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύσηχοι οι δύσηχες τα δύσηχα
      γενική των δύσηχων των δύσηχων των δύσηχων
    αιτιατική τους δύσηχους τις δύσηχες τα δύσηχα
     κλητική δύσηχοι δύσηχες δύσηχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσηχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δύσηχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.si.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δύ‐ση‐χος

  Επίθετο επεξεργασία

δύσηχος, -η, -ο

  • (παρωχημένο) κακόηχος (με την ελληνιστική σημασία → δείτε την κλίση στο ελληνικό δύσηχος)
    ※  (καθαρεύουσα) Ο βλάχος, μακεδών βλάχος, με μικρόν καλπάκι, μόλις στηριζόμενον επί της κορυφής της κεφαλής του, παμμέλαιναν πυκνήν κόμην, ανήμερον, ακανθώδη γένεια πλαισιώνοντα την ηλιοκαμμένην όψιν του, ψηλός, φουστανελλάς, στεκόμενος εν μέσω, εις το κέντρον, κρούει δια των δακτύλων του το ντέφι που βαστά εις την παλάμην του, και τραγουδεί ανώμαλον και άξεστον και δύσηχον τραγούδι, με ξενίζοντα σκοπόν, αγνώστους λέξεις, ακατάληπτον την έννοιαν.
    Μιχαήλ Μητσάκης, Αρκούδα, 1893. ※  @ebooks.edu.gr

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • δύσηχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσηχος τὸ δύσηχον
      γενική τοῦ/τῆς δυσήχου τοῦ δυσήχου
      δοτική τῷ/τῇ δυσήχ τῷ δυσήχ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσηχον τὸ δύσηχον
     κλητική ! δύσηχε δύσηχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσηχοι τὰ δύσηχ
      γενική τῶν δυσήχων τῶν δυσήχων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσήχοις τοῖς δυσήχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσήχους τὰ δύσηχ
     κλητική ! δύσηχοι δύσηχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσήχω τὼ δυσήχω
      γεν-δοτ τοῖν δυσήχοιν τοῖν δυσήχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δύσηχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δυσ- + ἠχ(έω) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

δύσηχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία