Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσηχαγωγός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δυσηχαγωγ
ός
η
δυσηχαγωγ
ός
&
δυσηχαγωγ
ή
το
δυσηχαγωγ
ό
γενική
του
δυσηχαγωγ
ού
της
δυσηχαγωγ
ού
&
δυσηχαγωγ
ής
του
δυσηχαγωγ
ού
αιτιατική
τον
δυσηχαγωγ
ό
τη
δυσηχαγωγ
ό
&
δυσηχαγωγ
ή
το
δυσηχαγωγ
ό
κλητική
δυσηχαγωγ
έ
δυσηχαγωγ
έ
&
δυσηχαγωγ
ή
δυσηχαγωγ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δυσηχαγωγ
οί
οι
δυσηχαγωγ
οί
&
δυσηχαγωγ
ές
τα
δυσηχαγωγ
ά
γενική
των
δυσηχαγωγ
ών
των
δυσηχαγωγ
ών
των
δυσηχαγωγ
ών
αιτιατική
τους
δυσηχαγωγ
ούς
τις
δυσηχαγωγ
ούς
&
δυσηχαγωγ
ές
τα
δυσηχαγωγ
ά
κλητική
δυσηχαγωγ
οί
δυσηχαγωγ
οί
&
δυσηχαγωγ
ές
δυσηχαγωγ
ά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η'
,
Κατηγορία
όπως «
ενεργός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δυσηχαγωγός
<
δυσ-
+
ηχαγωγός
(
ήχος
,
ηχ-
+
-αγωγός
)
Επίθετο
επεξεργασία
δυσηχαγωγός
, -ός / -ή, -ό
(
φυσική
)
που δεν
επιτρέπει
στον
ήχο
να περάσει μέσα απ’ αυτό
≠
αντώνυμα
:
ηχαγωγός
Συγγενικά
επεξεργασία
δυσηχαγωγά
→
δείτε
τις
λέξεις
και
,
δυσ-
,
ήχος
και
άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δυσηχαγωγός