-αγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | -αγωγός | οι | -αγωγοί |
γενική | του/της | -αγωγού | των | -αγωγών |
αιτιατική | τον/τη(ν) | -αγωγό | τους/τις | -αγωγούς |
κλητική | -αγωγέ | -αγωγοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -αγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -αγωγός < ἄγω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -α‐γω‐γός
Επίθημα
επεξεργασία-αγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- β′ συνθετικό λέξεων που δηλώνουν αγωγό ο οποίος μεταφέρει συνήθως υγρό ή αέριο
- β′ συνθετικό λέξεων που δηλώνουν άτομο που καθοδηγεί
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-αγωγός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -αγωγός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)