νηπιαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανηπιαγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, εκπαίδευση) ο εκπαιδευτικός που ασχολείται με παιδιά προσχολικής ηλικίας (4 και 5 ετών)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νηπιαγωγός