νηπιαγωγείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νηπιαγωγείο < νηπιαγωγ(ός) + -είο (< καθαρεύουσα νηπιαγωγεῖον < νηπιαγωγ(ός) + -εῖον)[1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1865
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ni.pi.a.ɣoˈʝi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νηπιαγωγείο ουδέτερο
- (εκπαίδευση) το δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά προσχολικής ηλικίας (4-5 χρονών) με σκοπό την προετοιμασία για την ένταξή τους στο δημοτικό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νηπιαγωγείο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ νηπιαγωγείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας