Ετυμολογία 1

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -είο τα -εία
      γενική του -είου των -είων
    αιτιατική το -είο τα -εία
     κλητική -είο -εία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-είο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -εῖον σε αρχαίες ή και σε νεότερες λέξεις. Συγκρίνετε με το κληρονομημένο -ειό.

-είο ουδέτερο
παραγωγική κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν:

  1. τόπο, συνήθως κατάστημα, εργαστήριο ή γενικότερα οποιοδήποτε κτίριο
    1. παραγωγή από ουσιαστικά, συνήθως επαγγέλματα:
      τηλέγραφος > τηλεγραφείο
      λιμενάρχης > λιμεναρχείο
      λεωφόρος > λεωφορείο
      βιβλιοδέτης > βιβλιοδετείο
    2. παραγωγή από ρήματα:
      κυβερνώ > κυβερνείο
  2. (συνεκδοχικά) υπηρεσία, αρχή και τα πρόσωπα που την αποτελούν
    διδάσκαλος > διδασκαλείο
    εφέτης > εφετείο
    αρχηγός > αρχηγείο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
-είο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθήματος

επεξεργασία

-είο

  1. (ουσιαστικού αρσενικού) αιτιατική ενικού του -είος
  2. (επιθέτου)
    1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του -είος
    2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του -είος