επάγγελμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επάγγελμα < αρχαία ελληνική ἐπάγγελμα < ἐπαγγέλλομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpaŋ.ɟel.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπάγγελμα ουδέτερο
- η μόνιμη εργασία για βιοπορισμό
- ⮡ Το επάγγελμά του είναι λογιστής
- ※ Ο Παπαδιαμάντης δεν επέλεξε ούτε το επάγγελμα του ιερέα , με επακόλουθο το γάμο και την πατρότητα , ούτε τη μοναστική ζωή . Προτίμησε το επάγγελμα του ψάλτη (Guy Saunier, Εωσφόρος και άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη, 2001, σελ. 275)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Στην αρχαία ελληνική, η λέξη σήμαινε "υπόσχεση". Η σημερινή σημασία προέρχεται από την μεταγενέστερη ελληνική.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- επάγγελμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία επάγγελμα