profession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
profession | professions |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
profession (en)
- το επάγγελμα
- ⮡ What is his profession?
- Ποιο είναι το επάγγελμά του;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occupation
- ⮡ What is his profession?