επαγγελματικός
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαγγελματικός < επαγγελματίας + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαεπαγγελματικός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα επάγγελμα ή αυτόν που το ασκεί, τον επαγγελματία
- δίπλωμα επαγγελματικής οδήγησης
- έχω στις 10 ένα επαγγελματικό ραντεβού
- (ειδικότερα) (για εργαλείο) που είναι αρκετά δυνατός, ανθεκτικός ή παραγωγικός και χρησιμοποιείται κυρίως από επαγγελματίες
- που γίνεται με γνώση του αντικειμένου και υπευθυνότητα
- το φινίρισμα στο έπιπλο αυτό δείχνει επαγγελματική δουλειά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαγγελματικός