Δείτε επίσης: οἰκιακός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικιακός η οικιακή το οικιακό
      γενική του οικιακού της οικιακής του οικιακού
    αιτιατική τον οικιακό την οικιακή το οικιακό
     κλητική οικιακέ οικιακή οικιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικιακοί οι οικιακές τα οικιακά
      γενική των οικιακών των οικιακών των οικιακών
    αιτιατική τους οικιακούς τις οικιακές τα οικιακά
     κλητική οικιακοί οικιακές οικιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικιακός < ελληνιστική κοινή οἰκιακός < αρχαία ελληνική οἰκία ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική domestique[1])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ci.a.ˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

οικιακός, -ή, -ό

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία