Δείτε επίσης: οἶκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίκος οι οίκοι
      γενική του οίκου των οίκων
    αιτιατική τον οίκο τους οίκους
     κλητική οίκε οίκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οίκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἶκος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οί‐κος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οίκος αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές)
    1. το σπίτι, η κατοικία
      ⮡  Η Εκκλησία θεωρείται ο οίκος του Θεού/Κυρίου.
      σε #Εκφράσεις όπως κατ' οίκον
      ⮡  Η παράδοση των εμπορευμάτων κατ' οίκον.
      παλιότερα, σε φράση όταν σηκώναμε το τηλέφωνο + επώνυμο ενοίκου
      ⮡  Οίκος Παπαδοπούλου. Λέγετε παρακαλώ;
  2. (ιστορία) το γένος, η οικογένεια με παράδοση ή δυναστεία
    ⮡  Ο οίκος των Κομνηνών/Αγγέλων/Παλαιολόγων.
  3. η εμπορική επιχείρηση ή το κοινωφελές ίδρυμα
    ⮡  Εκδοτικός οίκος.
  4. (εκκλησιαστικός όρος, βυζαντινή μουσική) η στροφή κοντακίου
  5. (αστρολογία) ένα από τα 12 τμήματα στα οποία χωρίζουν οι αστρολόγοι το γενέθλιο χάρτη ενός ατόμου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

που λήγουν σε -οικος

οικο-

επίσης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία