Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οίκος οι οίκοι
      γενική του οίκου των οίκων
    αιτιατική τον οίκο τους οίκους
     κλητική οίκε οίκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οίκος < αρχαία ελληνική οἶκος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.kos/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οίκος αρσενικό

  1. το σπίτι, η κατοικία
    η παράδοση των εμπορευμάτων κατ'οίκον
  2. η οικογένεια με παράδοση ή δυναστεία
  3. η εμπορική επιχείρηση
  4. το κοινωφελές ίδρυμα
  5. ένα από τα 12 τμήματα στα οποία χωρίζουν οι αστρολόγοι το γενέθλιο χάρτη ενός ατόμου

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

που λήγουν σε -οικος

οικο-

επίσης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία