νεώσοικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νεώσοικος | οι | νεώσοικοι |
γενική | του | νεώσοικου & νεωσοίκου |
των | νεώσοικων & νεωσοίκων |
αιτιατική | τον | νεώσοικο | τους | νεώσοικους & νεωσοίκους |
κλητική | νεώσοικε | νεώσοικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεώσοικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεώσοικος[1] < νεώς (γενική ενικού του ναῦς=πλοίο) + οἶκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /neˈo.si.kos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεώσοικος αρσενικό
- (ναυπηγικός όρος) το σημείο του λιμανιού που καλύπτεται με στέγαστρο και εξυπηρετεί τη φύλαξη των πλοίων που έχουν ανελκυστεί από τη θάλασσα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεώσοικος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ νεώσοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας