ναῦς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός |
---|---|---|
Ονομαστική | ναῦς | νῆες |
Γενική | νεώς | νεῶν |
Δοτική | νηί | ναυσί |
Αιτιατική | ναῦν | ναῦς |
Κλητική | ναῦ | νῆες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ναῦς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néh₂us (δείτε και νέω). Συγγενές το σύνθετο 𐀙𐀄𐀈𐀗 (na-u-do-mo) *ναυ-δόμος. Επίσης συγγενή: λατινική nāvis, περσική ناو (nâv), σανσκριτική नौ (nau), नाव (nava) [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ναῦς και ιωνικός τύπος νηῦς, θηλυκό
- πλοίο, καράβι
- ναῦς μακρά: το πολεμικό πλοίο· (και ως σύνολο) ο στόλος
- ναῦς στρογγύλη: το εμπορικό πλοίο
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
ναυ-, νεω-, νη-, νηο-
ναυ-, νεω-, νη-, νηο-
θέμα ναυ-
|
θέμα ναυτ-
θέμα ναυσι- |
θέμα νεω- |
θέμα νη-, νηω- |
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ναῦς» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «ναῦς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.