καράβι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καράβι | τα | καράβια |
γενική | του | καραβιού | των | καραβιών |
αιτιατική | το | καράβι | τα | καράβια |
κλητική | καράβι | καράβια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καράβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καράβι(ν) < ελληνιστική κοινή καράβιον (ελαφρύ πλοίο),[1] υποκοριστικό του < αρχαία ελληνική κάραβος (αστακός, καραβίδα)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾa.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρά‐βο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαράβι ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μεγάλο ναυπήγημα, αυτοκινούμενο, με δυνατότητα μεταφοράς επιβατών ή φορτίων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- βούλιαξαν τα καράβια σου;
- εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν
- μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες
- το μουνί σέρνει καράβι
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καράβι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καράβι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαράβι ουδέτερο
- άλλη μορφή του καράβιν