Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραβοτσακισμένος η καραβοτσακισμένη το καραβοτσακισμένο
      γενική του καραβοτσακισμένου της καραβοτσακισμένης του καραβοτσακισμένου
    αιτιατική τον καραβοτσακισμένο την καραβοτσακισμένη το καραβοτσακισμένο
     κλητική καραβοτσακισμένε καραβοτσακισμένη καραβοτσακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραβοτσακισμένοι οι καραβοτσακισμένες τα καραβοτσακισμένα
      γενική των καραβοτσακισμένων των καραβοτσακισμένων των καραβοτσακισμένων
    αιτιατική τους καραβοτσακισμένους τις καραβοτσακισμένες τα καραβοτσακισμένα
     κλητική καραβοτσακισμένοι καραβοτσακισμένες καραβοτσακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραβοτσακισμένος < ΄καράβι και τσακίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

καραβοτσακισμένος

  1. που έχει συνδεθεί με ναυάγιο πλοίου ή γενικά που έχει ταλαιπωρηθεί πολυ στη θάλασσα (καράβι, καϊκι, αλλά και άνθρωπος, όπως ένας ψαράς ή κυρίως ένας ναυτικός)
  2. που είναι πολύ ταλαιπωρημένος, που έχει βασανιστεί στη ζωή του, έχει περάσει από εξαιρετικά μεγάλες δοκιμασίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία