Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταλαιπωρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταλαιπωρημέν
ος
η
ταλαιπωρημέν
η
το
ταλαιπωρημέν
ο
γενική
του
ταλαιπωρημέν
ου
της
ταλαιπωρημέν
ης
του
ταλαιπωρημέν
ου
αιτιατική
τον
ταλαιπωρημέν
ο
την
ταλαιπωρημέν
η
το
ταλαιπωρημέν
ο
κλητική
ταλαιπωρημέν
ε
ταλαιπωρημέν
η
ταλαιπωρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταλαιπωρημέν
οι
οι
ταλαιπωρημέν
ες
τα
ταλαιπωρημέν
α
γενική
των
ταλαιπωρημέν
ων
των
ταλαιπωρημέν
ων
των
ταλαιπωρημέν
ων
αιτιατική
τους
ταλαιπωρημέν
ους
τις
ταλαιπωρημέν
ες
τα
ταλαιπωρημέν
α
κλητική
ταλαιπωρημέν
οι
ταλαιπωρημέν
ες
ταλαιπωρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταλαιπωρημένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
ταλαιπωρημένος, -η, -ο
που έχει
ταλαιπωρηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταλαιπωρημένος
γαλλικά
:
épuisé
(fr)
,
fatigué
(fr)
,
affligé
(fr)