Ετυμολογία

επεξεργασία

ταλαιπωρούμαι < ταλαιπωρώ

ταλαιπωρούμαι

  • κουράζομαι πολύ, σωματικά ή ψυχικά
    Ταλαιπωρείσαι πολύ, ξεκουράσου και λίγο!

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία