Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπονούμαι < παθητική φωνή του ρήματος καταπονώ

  Ρήμα επεξεργασία

καταπονούμαι

  1. κουράζομαι υπερβολικά
    μάθε να μην καταπονείσαι αλλά να μαζεύεις τις δυνάμεις σου
  2. υποβάλλομαι σε καταπόνηση
    ο κινητήρας φαίνεται να έχει καταπονηθεί
    το κτίριο καταπονήθηκε αρκετά από το σεισμό

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία