Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπονημέν
ος
η
καταπονημέν
η
το
καταπονημέν
ο
γενική
του
καταπονημέν
ου
της
καταπονημέν
ης
του
καταπονημέν
ου
αιτιατική
τον
καταπονημέν
ο
την
καταπονημέν
η
το
καταπονημέν
ο
κλητική
καταπονημέν
ε
καταπονημέν
η
καταπονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπονημέν
οι
οι
καταπονημέν
ες
τα
καταπονημέν
α
γενική
των
καταπονημέν
ων
των
καταπονημέν
ων
των
καταπονημέν
ων
αιτιατική
τους
καταπονημέν
ους
τις
καταπονημέν
ες
τα
καταπονημέν
α
κλητική
καταπονημέν
οι
καταπονημέν
ες
καταπονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταπονημένος,η,ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταπονώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπονημένος
αγγλικά
:
strained
(en)
,
worn out
(en)
,
exhausted
(en)