exhausted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | exhausted |
συγκριτικός | more exhausted |
υπερθετικός | most exhausted |
exhausted (en)
- εξουθενωμένος, εξαντλημένος άνθρωπος ή πλουτοπαραγωγική πηγή
- ⮡ At the end of the day she felt exhausted from the tension.
- Στο τέλος της ημέρας από την ένταση ένιωθε εξουθενωμένη.
- ⮡ He was exhausted at the end of the day.
- Ήταν εξαντλημένος στο τέλος της ημέρας.
- ⮡ At the end of the day she felt exhausted from the tension.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαexhausted (en)