Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
exhausted
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά (en)
Επεξεργασία
Επίθετο
Επεξεργασία
exhausted
εξουθενωμένος
,
εξαντλημένος
άνθρωπος ή πλουτοπαραγωγική πηγή
Ρηματικός τύπος
Επεξεργασία
exhausted
αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος
exhaust