exhaust
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | exhaust |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | exhausts |
αόριστος | exhausted |
παθητική μετοχή | exhausted |
ενεργητική μετοχή | exhausting |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
exhaust (en)
Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
exhaust | exhausts |
exhaust (en)
- η εξάτμιση