exhaust
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exhaust | exhausts |
exhaust (en)
- η εξάτμιση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | exhaust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exhausts |
αόριστος | exhausted |
παθητική μετοχή | exhausted |
ενεργητική μετοχή | exhausting |
exhaust (en)
- εξαντλώ, εξουθενώνω
- ⮡ The last of his strength was exhausted./He exhausted the last of his strength.
- Εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες του δυνάμεις.
- ⮡ The last of his strength was exhausted./He exhausted the last of his strength.