• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

exhaust

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
    • 1.3 Ουσιαστικό

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

ενεστώτας exhaust
γ΄ ενικό ενεστώτα exhausts
αόριστος exhausted
παθητική μετοχή exhausted
ενεργητική μετοχή exhausting

  Ετυμολογία Επεξεργασία

exhaust < λατινική exhaustus < exhaurire < ex- (έξω) + haurire (αποστραγγίζω)

  ΡήμαΕπεξεργασία

exhaust (en)

  • εξαντλώ, εξουθενώνω
    ≈ συνώνυμα: tire out, weary

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • exhaustible
  • exhausting
  • exhaustingly
  • exhaustingness
  • exhaustion
  • exhaustive

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
exhaust exhausts

exhaust (en)

  • η εξάτμιση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=exhaust&oldid=4057836"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιουλίου 2019, στις 15:33

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιουλίου 2019, στις 15:33.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie