Ετυμολογία

επεξεργασία
exhaust < λατινική exhaustus < exhaurire < ex- (έξω) + haurire (αποστραγγίζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exhaust exhausts

exhaust (en)

ενεστώτας exhaust
γ΄ ενικό ενεστώτα exhausts
αόριστος exhausted
παθητική μετοχή exhausted
ενεργητική μετοχή exhausting

exhaust (en)

  • εξαντλώ, εξουθενώνω
    ⮡  The last of his strength was exhausted./He exhausted the last of his strength.
    Εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες του δυνάμεις.

Συγγενικά

επεξεργασία