Ετυμολογία

επεξεργασία

εξουθενώνω (παθητική φωνή εξουθενώνομαι)

  • μειώνω την σωματική ή/και την ψυχική δύναμη κάποιου άλλου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία