Δείτε επίσης: ἐξαντλῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

εξαντλώ, αόρ.: εξάντλησα, παθ.φωνή: εξαντλούμαι, π.αόρ.: εξαντλήθηκα, μτχ.π.π.: εξαντλημένος

  1. τελειώνω κάποια πράγματα, επειδή τα κατανάλωσα ή τα χρησιμοποίησα
  2. μειώνω κάτι υπέρμετρα μέχρις εξαφανίσεως
    εξαντλήθηκαν τα αποθέματα τροφίμων
    η υπομονή μου εξαντλείται
  3. εξασθενώ, μειώνω την αντοχή
      εξαντλήθηκα από την πολύωρη πεζοπορία
  4. πραγματεύομαι ή ερευνώ αναλυτικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία