εξαντλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαντλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξαντλέω / ἐξαντλῶ < ἀντλέω < ἄντλος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική épuiser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksandˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐ντλώ
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐αν‐τλώ
Ρήμα
επεξεργασίαεξαντλώ, αόρ.: εξάντλησα, παθ.φωνή: εξαντλούμαι, π.αόρ.: εξαντλήθηκα, μτχ.π.π.: εξαντλημένος
- τελειώνω κάποια πράγματα, επειδή τα κατανάλωσα ή τα χρησιμοποίησα
- μειώνω κάτι υπέρμετρα μέχρις εξαφανίσεως
- εξαντλήθηκαν τα αποθέματα τροφίμων
- η υπομονή μου εξαντλείται
- εξασθενώ, μειώνω την αντοχή
- ⮡ εξαντλήθηκα από την πολύωρη πεζοπορία
- πραγματεύομαι ή ερευνώ αναλυτικά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εξ και αντλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαντλούμαι | εξαντλούμουν | θα εξαντλούμαι | να εξαντλούμαι | εξαντλούμενος | |
β' ενικ. | εξαντλείσαι | εξαντλούσουν | θα εξαντλείσαι | να εξαντλείσαι | ||
γ' ενικ. | εξαντλείται | εξαντλούνταν | θα εξαντλείται | να εξαντλείται | ||
α' πληθ. | εξαντλούμαστε | εξαντλούμασταν εξαντλούμαστε |
θα εξαντλούμαστε | να εξαντλούμαστε | ||
β' πληθ. | εξαντλείστε | εξαντλούσασταν εξαντλούσαστε |
θα εξαντλείστε | να εξαντλείστε | εξαντλείστε | |
γ' πληθ. | εξαντλούνται | εξαντλούνταν | θα εξαντλούνται | να εξαντλούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαντλήθηκα | θα εξαντληθώ | να εξαντληθώ | εξαντληθεί | ||
β' ενικ. | εξαντλήθηκες | θα εξαντληθείς | να εξαντληθείς | εξαντλήσου | ||
γ' ενικ. | εξαντλήθηκε | θα εξαντληθεί | να εξαντληθεί | |||
α' πληθ. | εξαντληθήκαμε | θα εξαντληθούμε | να εξαντληθούμε | |||
β' πληθ. | εξαντληθήκατε | θα εξαντληθείτε | να εξαντληθείτε | εξαντληθείτε | ||
γ' πληθ. | εξαντλήθηκαν εξαντληθήκαν(ε) |
θα εξαντληθούν(ε) | να εξαντληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαντληθεί | είχα εξαντληθεί | θα έχω εξαντληθεί | να έχω εξαντληθεί | εξαντλημένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαντληθεί | είχες εξαντληθεί | θα έχεις εξαντληθεί | να έχεις εξαντληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαντληθεί | είχε εξαντληθεί | θα έχει εξαντληθεί | να έχει εξαντληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαντληθεί | είχαμε εξαντληθεί | θα έχουμε εξαντληθεί | να έχουμε εξαντληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαντληθεί | είχατε εξαντληθεί | θα έχετε εξαντληθεί | να έχετε εξαντληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαντληθεί | είχαν εξαντληθεί | θα έχουν εξαντληθεί | να έχουν εξαντληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εξαντλημένος - είμαστε, είστε, είναι εξαντλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εξαντλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εξαντλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εξαντλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εξαντλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εξαντλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εξαντλημένοι |