ἄντλος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄντλος αρσενικό
- το αμπάρι πλοίου
- ὅπλα τε πάντα // εἰς ἄντλον κατέχυνθʼ - καὶ τʼ ἄρμενα ὀλα στʼ αμπάρι πέταξε (Οδύσσεια, μ 411)
- το νερό που μαζεύεται στο αμπάρι ενός πλοίου
- πλημμύρα
ἄντλος αρσενικό