Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄντλος αρσενικό

  1. το αμπάρι πλοίου
    ὅπλα τε πάντα // εἰς ἄντλον κατέχυνθʼ - καὶ τʼ ἄρμενα ὀλα στʼ αμπάρι πέταξε (Οδύσσεια, μ 411)
  2. το νερό που μαζεύεται στο αμπάρι ενός πλοίου
  3. πλημμύρα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία