αμπάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπάρι | τα | αμπάρια |
γενική | του | αμπαριού | των | αμπαριών |
αιτιατική | το | αμπάρι | τα | αμπάρια |
κλητική | αμπάρι | αμπάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμπάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ambar + -ι < περσική انبار (ambār: μαγαζί, (σιτ)αποθήκη, δεξαμενή) < μέση περσική hmbʾl (hambār: μαγαζί, αποθήκη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sem- (μαζί) + *bʰer- (μεταφέρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπάρι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) εσωτερικός χώρος πλοίου που χρησιμεύει για την εναπόθεση συσκευασμένων ή χύμα εμπορευμάτων, εκτός υγρών.
- τα αντίστοιχα αμπάρια των δεξαμενόπλοιων καλούνται δεξαμενές
- (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) αποθήκη (σιτηρών)