μαγαζί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαγαζί | τα | μαγαζιά |
γενική | του | μαγαζιού | των | μαγαζιών |
αιτιατική | το | μαγαζί | τα | μαγαζιά |
κλητική | μαγαζί | μαγαζιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγαζί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική < βενετική magasín < αραβική مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana)< ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγαζί ουδέτερο
- εμπορικό κατάστημα, οικοδόμημα που στεγάζει μια εμπορική ή επαγγελματική δραστηριότητα
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά: το φερμουάρ του παντελονιού σου είναι ανοιχτό
Συγγενικά επεξεργασία
- Μαγαζιά (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαγαζί
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαγαζί < (άμεσο δάνειο) βενετική magasín ( ιταλική magazzino) < αραβική مخازن (maḵāzinun), πληθυντικός αριθμός του مخزن (maḵzanun) < خزن (ḵazana) < ρίζα خ ز ن (ḵ-z-n)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαγαζί ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μαγαζίν
- μαγαζίον
- μαγατζί (πληθυντικός: μαγατζά)