πλοίο
![]() |
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πλοίο | πλοία |
γενική | πλοίου | πλοίων |
αιτιατική | πλοίο | πλοία |
κλητική | πλοίο | πλοία |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλοίο < αρχαία ελληνική πλοῖον
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλοίο ουδέτερο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- πλοιαρχία, πλοίαρχος, πλοιαρχώ
- πλοιοκτησία, πλοιοκτήτης - πλοιοκτήτρια
- ποταμόπλοιο
- αερόπλοιο
- διαστημόπλοιο