αερόπλοιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αερόπλοιο < αερό- + πλοίο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airship[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.eˈɾo.pli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρό‐πλοι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααερόπλοιο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών, αεροπορικός όρος) αερόστατο που μπορεί να κινείται με μικρούς κινητήρες και με πηδάλιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- αερόπλοιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αερόπλοιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας