πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόπλοιο τα αερόπλοια
      γενική του αερόπλοιου των αερόπλοιων
    αιτιατική το αερόπλοιο τα αερόπλοια
     κλητική αερόπλοιο αερόπλοια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αερόπλοιο μαρτυρείται από το 1874 στην καθαρεύουσα (ἀερόπλοιον)[1]< αερό- + πλοίο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική airship[2]
ΔΦΑ : /a.eˈɾo.pli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αερόπλοιο

Ουσιαστικό

επεξεργασία
Ένα αερόπλοιο

αερόπλοιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 18, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. αερόπλοιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας