αερόστατο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αερόστατο | τα | αερόστατα |
γενική | του | αερόστατου | των | αερόστατων |
αιτιατική | το | αερόστατο | τα | αερόστατα |
κλητική | αερόστατο | αερόστατα | ||
Και γενικές αεροστάτου, αεροστάτων. | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αερόστατο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aérostat < αρχαία ελληνική ἀήρ (αερό-) + -στατ(ός) (< ἵστημι)[1]
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1850 (ἀερόστατον)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.eˈɾo.sta.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρό‐στα‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίααερόστατο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) πτητική συσκευή που μπορεί να αιωρείται στον αέρα. Αποτελείται από ένα μπαλόνι γεμάτο με θερμό αέρα ή με ένα ελαφρύ αέριο (υδρογόνο ή ήλιο) κι ένα εξάρτημα σαν μεγάλο καλάθι που κρεμιέται από το μπαλόνι, για τη μεταφορά επιβατών ή φορτίων
- ※ Ήταν ο καιρός που εγίνονταν οι πρώτες προσπάθειες κατασκευής του πρώτου αερόστατου, που μας έμεινε στην ιστορία σαν το αερόστατο του Μογκολφιέρου. (Έλλη Αλεξίου (1955) Ιούλιος Βερν [δοκίμιο])
Μεταφράσεις
επεξεργασία αερόστατο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αερόστατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας