Δείτε επίσης: ἐπιβάτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιβάτης οι επιβάτες
      γενική του επιβάτη των επιβατών
    αιτιατική τον επιβάτη τους επιβάτες
     κλητική επιβάτη επιβάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
επιβάτες λεωφορείου
επιβάτες μετρό
επιβάτες αεροπλάνου

Ετυμολογία

επεξεργασία
επιβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβάτης (αρχαία σημασία: στρατιώτης μέσα σε πλοίο)[1] < ἐπιβαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + -βάτης (βαίνω).

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία