Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιβατικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπιβατικός
,
επιβατηγός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιβατικ
ός
η
επιβατικ
ή
το
επιβατικ
ό
γενική
του
επιβατικ
ού
της
επιβατικ
ής
του
επιβατικ
ού
αιτιατική
τον
επιβατικ
ό
την
επιβατικ
ή
το
επιβατικ
ό
κλητική
επιβατικ
έ
επιβατικ
ή
επιβατικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιβατικ
οί
οι
επιβατικ
ές
τα
επιβατικ
ά
γενική
των
επιβατικ
ών
των
επιβατικ
ών
των
επιβατικ
ών
αιτιατική
τους
επιβατικ
ούς
τις
επιβατικ
ές
τα
επιβατικ
ά
κλητική
επιβατικ
οί
επιβατικ
ές
επιβατικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιβατικός
<
ελληνιστική κοινή
ἐπιβατικός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
passenger
)
Επίθετο
επεξεργασία
επιβατικός
που έχει
σχέση
με
επιβάτες
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
επιβάτης
,
επιβαίνω
και
βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιβατικός
αγγλικά
:
passenger
(en)
γαλλικά
: de
voyageurs
(fr)