βαίνω
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαίνω < αρχαία ελληνική βαίνω
ΡήμαΕπεξεργασία
βαίνω
- (λόγιο) βαδίζω, πηγαίνω
- (μαθηματικά) (για επίκεντρες γωνίες) αντιστοιχώ σε τόξο κύκλου
- η ορθή (γωνία) βαίνει σε τεταρτοκύκλιο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- αμφιβαίνω
- ανεβαίνω
- ανεβοκατεβαίνω
- αποβαίνω
- διαβαίνω
- εκβαίνω
- εμβαίνω
- επεμβαίνω
- επιβαίνω
- κατεβαίνω
- μεταβαίνω
- παραβαίνω
- παρεκβαίνω
- παρεμβαίνω
- προβαίνω
- περιδιαβαίνω
- συμβαίνω
- υπερβαίνω
ΚλίσηΕπεξεργασία
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | βαίνω | έβαινα | θα βαίνω | να βαίνω | βαίνοντας | |
β' ενικ. | βαίνεις | έβαινες | θα βαίνεις | να βαίνεις | βαίνε | |
γ' ενικ. | βαίνει | έβαινε | θα βαίνει | να βαίνει | ||
α' πληθ. | βαίνουμε | βαίναμε | θα βαίνουμε | να βαίνουμε | ||
β' πληθ. | βαίνετε | βαίνατε | θα βαίνετε | να βαίνετε | βαίνετε | |
γ' πληθ. | βαίνουν(ε) | έβαιναν βαίναν(ε) |
θα βαίνουν(ε) | να βαίνουν(ε) |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βαίνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαίνω < πρωτοελληνική *gʷəňňō < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷm̥yéti < *gʷem- + *-yéti. Συγγενές με το (λατινικά) venio.
ΡήμαΕπεξεργασία
βαίνω
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | βαίνω | |
Παρατατικός | ἔβαινον | |
Μέλλοντας | βήσομαι | |
Αόριστος | ἔβην | |
Παρακείμενος | βέβηκα | |
Υπερσυντέλικος | ἐβεβήκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «βαίνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «βαίνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.