Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

venio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷem-. Συγγενή: σανσκριτική गच्छति (gácchati) και αρχαία ελληνική βαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈwe.ni.oː/
 

  Ρήμα επεξεργασία

venio (la) (veniō4, vēnī, ventum, venīre)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία