Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλησιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pli.siˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλη‐σι‐ά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

πλησιάζω, αόρ.: πλησίασα, παθ.φωνή: πλησιάζομαι, π.αόρ.: πλησιάστηκα

  1. φέρνω κάτι κάτι κοντά σε κάτι άλλο
    Πρέπει να πλησιάσεις περισσότερο το κρεββάτι στον τοίχο.
     αντώνυμα: απομακρύνω
  2. πηγαίνω κοντά σε κάποιον
    Μη με πλησιάζεις!
     συνώνυμα: προσεγγίζω
     αντώνυμα: απομακρύνομαι
  3. (για πρόσωπα) προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου
    Με πλησίασαν για να με δωροδοκήσουν.
  4. (για πρόσωπα) προσεγγίζω με ερωτικό τρόπο ή με ερωτικούς σκοπούς
    Έχουμε πλησιάσει πολύ μεταξύ μας.
  5. προσεγγίζω κάτι χρονικά, κοντεύω να κάνω κάτι
    Το δίωρο της εκπομπής μας πλησιάζει στο τέλος του.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πλησίον

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία