πλησιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πλησιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησιάζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pli.siˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐σι‐ά‐ζω
Ρήμα επεξεργασία
πλησιάζω, αόρ.: πλησίασα, παθ.φωνή: πλησιάζομαι, π.αόρ.: πλησιάστηκα
- φέρνω κάτι κάτι κοντά σε κάτι άλλο
- ↪ Πρέπει να πλησιάσεις περισσότερο το κρεββάτι στον τοίχο.
- ≠ αντώνυμα: απομακρύνω
- πηγαίνω κοντά σε κάποιον
- ↪ Μη με πλησιάζεις!
- ≈ συνώνυμα: προσεγγίζω
- ≠ αντώνυμα: απομακρύνομαι
- (για πρόσωπα) προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου
- ↪ Με πλησίασαν για να με δωροδοκήσουν.
- (για πρόσωπα) προσεγγίζω με ερωτικό τρόπο ή με ερωτικούς σκοπούς
- ↪ Έχουμε πλησιάσει πολύ μεταξύ μας.
- προσεγγίζω κάτι χρονικά, κοντεύω να κάνω κάτι
- ↪ Το δίωρο της εκπομπής μας πλησιάζει στο τέλος του.
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη πλησίον
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλησιάζω
Πηγές επεξεργασία
- πλησιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλησιάζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πλησιάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλησιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.