πλησιάζω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλησιάζω < αρχαία ελληνική πλησιάζω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pli.siˈa.zo/
ΡήμαΕπεξεργασία
πλησιάζω
- φέρνω κάτι κάτι κοντά σε κάτι άλλο
- ≠ αντώνυμα: απομακρύνω
- πρέπει να πλησιάσεις περισσότερο το κρεββάτι στον τοίχο
- ≠ αντώνυμα: απομακρύνω
- πηγαίνω κοντά σε κάποιον
- ≈ συνώνυμα: προσεγγίζω
- ≠ αντώνυμα: απομακρύνομαι
- μη με πλησιάζεις!
- (για πρόσωπα) προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου
- με πλησίασαν για να με δωροδοκήσουν
- (για πρόσωπα) προσεγγίζω με ερωτικό τρόπο ή με ερωτικούς σκοπούς
- έχομε πλησιάσει πολύ μεταξύ μας
- προσεγγίζω κάτι χρονικά, κοντεύω να κάνω κάτι
- το δίωρό μας πλησιάζει στο τέλος του