εύνοια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εύνοια | οι | εύνοιες |
γενική | της | εύνοιας | των | ευνοιών |
αιτιατική | την | εύνοια | τις | εύνοιες |
κλητική | εύνοια | εύνοιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εύνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔνοια < εὔνους < εὖ (εύ-) + νόος / νοῦς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈev.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐νοι‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εύνοια θηλυκό
- μεροληπτική προτίμηση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για προστασία ή υποστήριξη κάποιου από κάποιον ή κάτι που διαθέτει ισχύ
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- εύνοια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.