ευνοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευνοϊκός | η | ευνοϊκή | το | ευνοϊκό |
γενική | του | ευνοϊκού | της | ευνοϊκής | του | ευνοϊκού |
αιτιατική | τον | ευνοϊκό | την | ευνοϊκή | το | ευνοϊκό |
κλητική | ευνοϊκέ | ευνοϊκή | ευνοϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευνοϊκοί | οι | ευνοϊκές | τα | ευνοϊκά |
γενική | των | ευνοϊκών | των | ευνοϊκών | των | ευνοϊκών |
αιτιατική | τους | ευνοϊκούς | τις | ευνοϊκές | τα | ευνοϊκά |
κλητική | ευνοϊκοί | ευνοϊκές | ευνοϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευνοϊκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐνοϊκός < εὔνοια < εὖ (ευ-) + νόος / νοῦς + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ev.no.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νο‐ϊ‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαευνοϊκός
- που ευνοεί, που βοηθά, που διευκολύνει, που εξυπηρετεί