Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευμενής η ευμενής το ευμενές
      γενική του ευμενούς* της ευμενούς του ευμενούς
    αιτιατική τον ευμενή την ευμενή το ευμενές
     κλητική ευμενή(ς) ευμενής ευμενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευμενείς οι ευμενείς τα ευμενή
      γενική των ευμενών των ευμενών των ευμενών
    αιτιατική τους ευμενείς τις ευμενείς τα ευμενή
     κλητική ευμενείς ευμενείς ευμενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευμενής < αρχαία ελληνική εὐμενής

  Επίθετο επεξεργασία

ευμενής, -ής, -ές

  1. που έχει ευνοϊκή και φιλική διάθεση, καλοπροαίρετος
    η τύχη ήταν ευμενής
  2. που δηλώνει εύνοια, αποδοχή, έγκριση
    η κρίση της εξεταστικής επιτροπής ήταν ευμενής

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία