ευμενής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευμενής < αρχαία ελληνική εὐμενής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ευμενής, -ής, -ές
- που έχει ευνοϊκή και φιλική διάθεση, καλοπροαίρετος
- η τύχη ήταν ευμενής
- που δηλώνει εύνοια, αποδοχή, έγκριση
- η κρίση της εξεταστικής επιτροπής ήταν ευμενής
Επεξεργασία
- εξευμενίζω
- εξευμενισμός
- ευμένεια
- Ευμενίδες
- ευμενώς
- → δείτε τις λέξεις ευ και μένος