εξευμενίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξευμενίζω < ελληνιστική κοινή ἐξευμενίζω < ἐξ- + αρχαία ελληνική εὐμενίζομαι < εὐμενής < εὖ + μένος
Ρήμα
επεξεργασίαεξευμενίζω (παθητική φωνή: εξευμενίζομαι)
- κάνω κάτι σε κάποιον που έχω εκνευρίσει για να τον ηρεμήσω, τον καλοπιάνω
- εκφράζω κάτι αρνητικό με ευχάριστο τρόπο ιδεοληπτικά αποφεύγοντας αρνητικές μνήμες ή συναισθήματα
Συγγενικά
επεξεργασία- εξευμένιση
- εξευμενισμένος
- εξευμενισμός
- → δείτε τις λέξεις ευμενής και μένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξευμενίζω | εξευμένιζα | θα εξευμενίζω | να εξευμενίζω | εξευμενίζοντας | |
β' ενικ. | εξευμενίζεις | εξευμένιζες | θα εξευμενίζεις | να εξευμενίζεις | εξευμένιζε | |
γ' ενικ. | εξευμενίζει | εξευμένιζε | θα εξευμενίζει | να εξευμενίζει | ||
α' πληθ. | εξευμενίζουμε | εξευμενίζαμε | θα εξευμενίζουμε | να εξευμενίζουμε | ||
β' πληθ. | εξευμενίζετε | εξευμενίζατε | θα εξευμενίζετε | να εξευμενίζετε | εξευμενίζετε | |
γ' πληθ. | εξευμενίζουν(ε) | εξευμένιζαν εξευμενίζαν(ε) |
θα εξευμενίζουν(ε) | να εξευμενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξευμένισα | θα εξευμενίσω | να εξευμενίσω | εξευμενίσει | ||
β' ενικ. | εξευμένισες | θα εξευμενίσεις | να εξευμενίσεις | εξευμένισε | ||
γ' ενικ. | εξευμένισε | θα εξευμενίσει | να εξευμενίσει | |||
α' πληθ. | εξευμενίσαμε | θα εξευμενίσουμε | να εξευμενίσουμε | |||
β' πληθ. | εξευμενίσατε | θα εξευμενίσετε | να εξευμενίσετε | εξευμενίστε | ||
γ' πληθ. | εξευμένισαν εξευμενίσαν(ε) |
θα εξευμενίσουν(ε) | να εξευμενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξευμενίσει | είχα εξευμενίσει | θα έχω εξευμενίσει | να έχω εξευμενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξευμενίσει | είχες εξευμενίσει | θα έχεις εξευμενίσει | να έχεις εξευμενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξευμενίσει | είχε εξευμενίσει | θα έχει εξευμενίσει | να έχει εξευμενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξευμενίσει | είχαμε εξευμενίσει | θα έχουμε εξευμενίσει | να έχουμε εξευμενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξευμενίσει | είχατε εξευμενίσει | θα έχετε εξευμενίσει | να έχετε εξευμενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξευμενίσει | είχαν εξευμενίσει | θα έχουν εξευμενίσει | να έχουν εξευμενίσει |
|