εξευμενίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξευμενίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εξευμενίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξευμενίζομαι | εξευμενιζόμουν(α) | θα εξευμενίζομαι | να εξευμενίζομαι | ||
β' ενικ. | εξευμενίζεσαι | εξευμενιζόσουν(α) | θα εξευμενίζεσαι | να εξευμενίζεσαι | (εξευμενίζου) | |
γ' ενικ. | εξευμενίζεται | εξευμενιζόταν(ε) | θα εξευμενίζεται | να εξευμενίζεται | ||
α' πληθ. | εξευμενιζόμαστε | εξευμενιζόμαστε εξευμενιζόμασταν |
θα εξευμενιζόμαστε | να εξευμενιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξευμενίζεστε | εξευμενιζόσαστε εξευμενιζόσασταν |
θα εξευμενίζεστε | να εξευμενίζεστε | (εξευμενίζεστε) | |
γ' πληθ. | εξευμενίζονται | εξευμενίζονταν εξευμενιζόντουσαν |
θα εξευμενίζονται | να εξευμενίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξευμενίστηκα | θα εξευμενιστώ | να εξευμενιστώ | εξευμενιστεί | ||
β' ενικ. | εξευμενίστηκες | θα εξευμενιστείς | να εξευμενιστείς | εξευμενίσου | ||
γ' ενικ. | εξευμενίστηκε | θα εξευμενιστεί | να εξευμενιστεί | |||
α' πληθ. | εξευμενιστήκαμε | θα εξευμενιστούμε | να εξευμενιστούμε | |||
β' πληθ. | εξευμενιστήκατε | θα εξευμενιστείτε | να εξευμενιστείτε | εξευμενιστείτε | ||
γ' πληθ. | εξευμενίστηκαν εξευμενιστήκαν(ε) |
θα εξευμενιστούν(ε) | να εξευμενιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξευμενιστεί | είχα εξευμενιστεί | θα έχω εξευμενιστεί | να έχω εξευμενιστεί | εξευμενισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξευμενιστεί | είχες εξευμενιστεί | θα έχεις εξευμενιστεί | να έχεις εξευμενιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξευμενιστεί | είχε εξευμενιστεί | θα έχει εξευμενιστεί | να έχει εξευμενιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξευμενιστεί | είχαμε εξευμενιστεί | θα έχουμε εξευμενιστεί | να έχουμε εξευμενιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξευμενιστεί | είχατε εξευμενιστεί | θα έχετε εξευμενιστεί | να έχετε εξευμενιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξευμενιστεί | είχαν εξευμενιστεί | θα έχουν εξευμενιστεί | να έχουν εξευμενιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξευμενίζομαι
|