↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξευμενισμένος η εξευμενισμένη το εξευμενισμένο
      γενική του εξευμενισμένου της εξευμενισμένης του εξευμενισμένου
    αιτιατική τον εξευμενισμένο την εξευμενισμένη το εξευμενισμένο
     κλητική εξευμενισμένε εξευμενισμένη εξευμενισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξευμενισμένοι οι εξευμενισμένες τα εξευμενισμένα
      γενική των εξευμενισμένων των εξευμενισμένων των εξευμενισμένων
    αιτιατική τους εξευμενισμένους τις εξευμενισμένες τα εξευμενισμένα
     κλητική εξευμενισμένοι εξευμενισμένες εξευμενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

εξευμενισμένος, -η, -ο





  Μεταφράσεις

επεξεργασία