ευμένεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευμένεια | οι | ευμένειες |
γενική | της | ευμένειας | των | ευμενειών |
αιτιατική | την | ευμένεια | τις | ευμένειες |
κλητική | ευμένεια | ευμένειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ευμένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμένεια[1] < εὐμενής < εὖ + μένος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /evˈme.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐μέ‐νει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ευμένεια θηλυκό
- η θετική προδιάθεση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ευμένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας