πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδιάθεση οι προδιαθέσεις
      γενική της προδιάθεσης* των προδιαθέσεων
    αιτιατική την προδιάθεση τις προδιαθέσεις
     κλητική προδιάθεση προδιαθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιαθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προδιάθεση θηλυκό

  1. η τάση που έχει κάποιος να κάνει κάτι (έμφυτη ή επίκτητη)
  2. η ψυχική διάθεση κάποιου προς πρόσωπα, ιδεολογίες ή καταστάσεις, σωστή ή λανθασμένη, που έχει δημιουργηθεί εκ των προτέρων
  3. (ιατρική) η τάση κάποιου να προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες, η ευπάθεια που έχει προς αυτές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία