προδιαθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προδιαθέτω (μαρτυρείται από το 1766)[1]< (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προδιατίθημι
Ρήμα
επεξεργασίαπροδιαθέτω
- (λόγιο) (μεταβατικό) έχω από πριν διαμορφωμένη μια συγκεκριμένη ψυχική ή σωματική διάθεση
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προδιαθέτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 842, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- προδιαθέτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προδιαθέτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)