Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προδιατεθειμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.2
Συγγενικά
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προδιατεθειμέν
ος
η
προδιατεθειμέν
η
το
προδιατεθειμέν
ο
γενική
του
προδιατεθειμέν
ου
της
προδιατεθειμέν
ης
του
προδιατεθειμέν
ου
αιτιατική
τον
προδιατεθειμέν
ο
την
προδιατεθειμέν
η
το
προδιατεθειμέν
ο
κλητική
προδιατεθειμέν
ε
προδιατεθειμέν
η
προδιατεθειμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προδιατεθειμέν
οι
οι
προδιατεθειμέν
ες
τα
προδιατεθειμέν
α
γενική
των
προδιατεθειμέν
ων
των
προδιατεθειμέν
ων
των
προδιατεθειμέν
ων
αιτιατική
τους
προδιατεθειμέν
ους
τις
προδιατεθειμέν
ες
τα
προδιατεθειμέν
α
κλητική
προδιατεθειμέν
οι
προδιατεθειμέν
ες
προδιατεθειμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προδιατεθειμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προδιαθέτω
Συγγενικά
επεξεργασία
προδιάθεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προδιατεθειμένος