διαμορφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμορφώνω < ελληνιστική κοινή διαμορφόω / διαμορφῶ < διά + μορφόω / μορφῶ < αρχαία ελληνική μορφή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.moɾˈfo.no/ & /ðʝa.moɾˈfo.no/
Ρήμα
επεξεργασίαδιαμορφώνω (παθητική φωνή: διαμορφώνομαι)
- διαπλάθω ηθικά ή πνευματικά
- σχηματίζω, δίνω σε κάτι μορφή
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαμόρφωτα
- αδιαμόρφωτος
- αναδιαμορφώνω
- αναδιαμόρφωση
- διαμορφωμένος
- διαμόρφωση
- διαμορφωτής
- διαμορφωτικά
- διαμορφωτικός
- διαμορφώτρια
- → δείτε τις λέξεις διά, μορφώνω και μορφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαμορφώνω | διαμόρφωνα | θα διαμορφώνω | να διαμορφώνω | διαμορφώνοντας | |
β' ενικ. | διαμορφώνεις | διαμόρφωνες | θα διαμορφώνεις | να διαμορφώνεις | διαμόρφωνε | |
γ' ενικ. | διαμορφώνει | διαμόρφωνε | θα διαμορφώνει | να διαμορφώνει | ||
α' πληθ. | διαμορφώνουμε | διαμορφώναμε | θα διαμορφώνουμε | να διαμορφώνουμε | ||
β' πληθ. | διαμορφώνετε | διαμορφώνατε | θα διαμορφώνετε | να διαμορφώνετε | διαμορφώνετε | |
γ' πληθ. | διαμορφώνουν(ε) | διαμόρφωναν διαμορφώναν(ε) |
θα διαμορφώνουν(ε) | να διαμορφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαμόρφωσα | θα διαμορφώσω | να διαμορφώσω | διαμορφώσει | ||
β' ενικ. | διαμόρφωσες | θα διαμορφώσεις | να διαμορφώσεις | διαμόρφωσε | ||
γ' ενικ. | διαμόρφωσε | θα διαμορφώσει | να διαμορφώσει | |||
α' πληθ. | διαμορφώσαμε | θα διαμορφώσουμε | να διαμορφώσουμε | |||
β' πληθ. | διαμορφώσατε | θα διαμορφώσετε | να διαμορφώσετε | διαμορφώστε | ||
γ' πληθ. | διαμόρφωσαν διαμορφώσαν(ε) |
θα διαμορφώσουν(ε) | να διαμορφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαμορφώσει | είχα διαμορφώσει | θα έχω διαμορφώσει | να έχω διαμορφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαμορφώσει | είχες διαμορφώσει | θα έχεις διαμορφώσει | να έχεις διαμορφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαμορφώσει | είχε διαμορφώσει | θα έχει διαμορφώσει | να έχει διαμορφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαμορφώσει | είχαμε διαμορφώσει | θα έχουμε διαμορφώσει | να έχουμε διαμορφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαμορφώσει | είχατε διαμορφώσει | θα έχετε διαμορφώσει | να έχετε διαμορφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαμορφώσει | είχαν διαμορφώσει | θα έχουν διαμορφώσει | να έχουν διαμορφώσει |
|