Επίθετο

επεξεργασία

former (en) (μόνο συγκριτικός)



  Προφορά

επεξεργασία
 

former (fr)

  1. (μεταβατικό) διαμορφώνω
  2. (μεταβατικό) καταρτίζω
  3. συγκροτώ
  4. σχηματίζω
  5. εκπαιδεύω