εκπαιδεύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εκπαιδεύω < αρχαία ελληνική ἐκπαιδεύω
ΡήμαΕπεξεργασία
εκπαιδεύω
- διδάσκω με συστηματικό τρόπο κάποιον με σκοπό αυτός να αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες
- μαθαίνω σε ένα ζώο να εκτελεί συγκεκριμένες ενέργειες, το εκγυμνάζω
Επεξεργασία
- εκπαίδευση
- εκπαιδευτής
- εκπαιδευτικός
- εκπαιδευτήριο
- εκπαιδεύομαι
- εκπαιδευμένος
- παιδεία
- παίδευση
- παιδευτικός
- παιδικός